Με κυρίαρχο θέμα τη διεκδίκηση της ακίνητης περιουσίας της Ένωσης Ηρακλείου από ιρλανδικό fund, ύστερα από την απόφαση του Αρείου Πάγου για τους πλειστηριασμούς, πραγματοποιήθηκε η συνάντηση μεταξύ του Προέδρου της Ένωσης Ηρακλείου κ. Σταύρου Γαβαλά και του Γενικού Διευθυντή κ. Γιώργου Λαμπράκη και του Φραγκίσκου Παρασύρη Υπ. Βουλευτή Ηρακλείου με το ΠΑΣΟΚ.
Από τον Πρόεδρο της Ένωσης παρουσιάστηκε αναλυτικά η κατάσταση αναφορικά με τα εξυπηρετούμενα δάνεια της Ένωσης προς τις τράπεζες και το ασφυκτικό πλαίσιο που έχει δημιουργηθεί στη μεγαλύτερη συνεταιριστική οργάνωση της Κρήτης, ύστερα από τη δέσμευση των τραπεζικών λογαριασμών, γεγονός που επιβαρύνει άμεσα τους δεκάδες εργαζομένους, οι οποίοι εργάζονται υπό καθεστώς ιδιότυπης ομηρίας.
Από τον Φραγκίσκο Παρασύρη τονίστηκε πως «σε καμία περίπτωση και για κανένα λόγο δεν πρέπει να προχωρήσει η εκποίηση της ακίνητης περιουσίας της Ένωσης Ηρακλείου, η οποία αποκτήθηκε από τη δουλειά και των κόπο χιλιάδων παραγωγών του Ν. Ηρακλείου». Σχετικά με τον κίνδυνο που προκύπτει ύστερα από την απόφαση του Αρείου Πάγου και το ενδιαφέρον fund και επίδοξων επενδυτών ο Φραγκίσκος Παρασύρης διαβεβαίωσε τον Πρόεδρο και τα Στελέχη της Ένωσης Ηρακλείου, πως θα βρεθεί συμπαραστάτης σε κάθε πρωτοβουλία που θα αναλάβει η Ένωση Ηρακλείου, εξαντλώντας προσωπικά κάθε δυνατότητα πολιτικής παρέμβασης.
Στη διάρκεια της συνάντησης συζητήθηκαν και τα διαρθρωτικά προβλήματα του Αγροτικού Κόσμου, τα οποία αφορούν το συνεχώς αυξανόμενο κόστος παραγωγής, την έλλειψη εργατικών χεριών, την χωρίς όρους εισαγωγή προϊόντων από χώρες εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης και την έλλειψη ενός συνολικού εθνικού σχεδιασμού για τον πρωτογενή τομέα. Ιδιαίτερη αναφορά έγινε για τη νομοθετική πρωτοβουλία του ΠΑΣΟΚ για την προστασία της αγροτικής γης που απειλείται με κατάσχεση, μια πρωτοβουλία που απορρίφθηκε από την κυβέρνηση. Ενόψει της Νέας Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, ο Φραγκίσκος Παρασύρης ανέδειξε και τις βασικές προγραμματικές θέσεις του ΠΑΣΟΚ για τον πρωτογενή τομέα επισημαίνοντας ότι «οι αγρότες του Νομού Ηρακλείου τις τελευταίες δεκαετίες πρωτοστάτησαν στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη του τόπου. Έβαλαν τα θεμέλια για τη συνολικότερη ανάπτυξη του Νομού. Σε αυτή τη δύσκολη συγκυρία έχουμε υποχρέωση όχι μόνο να στηρίζουμε τα δίκαια αιτήματά τους, αλλά πολύ περισσότερο να διαμορφώσουμε τις συνθήκες για το σχεδιασμό μιας αγροτικής πολιτικής που θα διασφαλίζει τη βιωσιμότητα και την προοπτική στον αγροτικό τομέα».